- φρύδι
- το, ΝΜη οφρύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύδιον, υποκορ. τού ὀφρύς* με σίγηση τού αρκτικού ο- (πρβλ. μάτι < ὀμμάτιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρύδι — το 1. το μέρος του μετώπου που εξέχει σαν τόξο πάνω από κάθε οφθαλμική κόχη και το τριχωτό δέρμα που υπάρχει σ αυτό. 2. το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν σ αυτή την περιοχή: Έχει τριχοφάγο και του πεσαν τα φρύδια. 3. μτφ., το χείλος τάφρου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμαροφρύδι — και καμαρόφρυδο, το λεπτό και καμαρωτό, τοξοειδές φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + φρύδι] … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
γαϊτανοφρύδι — και γαϊτανόφρυδο, το φρύδι κανονικό και λεπτό σαν γαϊτάνι … Dictionary of Greek
δάσοφρυς — ( υος), υ (Α) αυτός που έχει δασιά ή πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + οφρύς «φρύδι»] … Dictionary of Greek
εύοφρυς — εὔοφρυς, υ (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»] … Dictionary of Greek
κάτοφρυς — κάτοφρυς, όφρυος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κατεβασμένα τα φρύδια, συνοφρυωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. έν οφρυς, σύν οφρυς] … Dictionary of Greek
λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek